εμποτίζομαι

εμποτίζομαι
εμποτίζομαι, εμποτίστηκα, εμποτισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δαδιάζω — 1. (για δένδρα που έχουν ρετσίνι) εμποτίζομαι με ρετσίνι ώστε να γίνω δαδί 2. μεταβάλλομαι σε δαδί …   Dictionary of Greek

  • ενδιασπείρω — (AM ἐνδιασπείρω) διασπείρω ανάμεσα αρχ. ( ομαι) 1. (για νεύρα) διακλαδίζομαι 2. εμποτίζομαι, μουσκεύομαι …   Dictionary of Greek

  • καταιονούμαι — καταιονοῡμαι, έομαι (Α) καταβρέχομαι, εμποτίζομαι, μουσκεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μέσος και παθητικός τ. τού καταιον άω / ῶ, που κλίνεται όμως κατά τα ρ. σε έομαι / οῦμαι] …   Dictionary of Greek

  • ποτίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίσδω Α [πότος] 1. δίνω σε κάποιον να πιει κάτι, συνήθως νερό (α. «ποτίζω τα άλογα» β. «οἶνον ὑποζυγίοις ποτίζειν», Αιν. Τακτ.) 2. (για φυτό ή γη) αρδεύω νεοελλ. 1. αναγκάζω ή παρασύρω κάποιον να πιει κάτι, συνήθως βλαβερό («τη …   Dictionary of Greek

  • μουσκεύω — μούσκεψα, μουσκεύτηκα, μουσκεμένος 1. μτβ., διαβρέχω κάτι, εμποτίζω: Μούσκεψε το παξιμάδι στο γάλα. 2. αμτβ., βρέχομαι, εμποτίζομαι: Μούσκεψα από τον ιδρώτα. 3. φρ., «Τα μούσκεψα», αποτυχαίνω παταγωδώς, τα κάνω θάλασσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”